ἄπατος — immune from punishment masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπατος — (I) η, ο 1. ο χωρίς πάτο, χωρίς πυθμένα 2. (ο πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα άπατα τα πολύ βαθιά μέρη της θάλασσας 3. επίρρ. «πήγε άπατα» βυθίστηκε, πνίγηκε. (II) ἄπατος, ον (Α) [άτη] αυτός που έχει απαλλαγεί από ευθύνη ή ενοχή … Dictionary of Greek
απατός — ή, ό (με μου, σου, του) εγώ ο ίδιος, μόνος μου, ατός μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Από φρ. όπως απ αυτού, απ αυτόν, απ αυτής κ.λπ. > ονομ. απαυτός > απατός, με παρετυμολογία προς το ατός] … Dictionary of Greek
ἀπάτων — ἄπατος immune from punishment masc/fem/neut gen pl ἀ̱πάτων , ἀπατάω cheat imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱πάτων , ἀπατάω cheat imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀπατάω cheat imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἀπατάω cheat imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άβαθος — (I) η, ο [βάθος] ο χωρίς μεγάλο βάθος, ρηχός. (II) η, ο ο πολύ βαθύς, άπατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α επιτακ. + βάθος] … Dictionary of Greek
άδυτος — η, ο (Α ἄδυτος, ον) 1. τόπος στον οποίο δεν μπορεί κανείς να διεισδύσει, απρόσιτος, ανεξερεύνητος, απροσπέλαστος, άπατος 2. το ουδ. ως ουσ. το άδυτο βλ. λ. μσν. νεοελλ. (για τα ουράνια σώματα) αυτός που ποτέ δεν δύει (στα νεοελλ. και «αυτός που… … Dictionary of Greek
απαυτός — ή, ό (αντων.) 1. (έναρθρα) αντί για κάποιον ή κάτι που λησμονούμε ή αποφεύγουμε να δηλώνουμε κατ ευφημισμόν ως ακατονόμαστο («φέρε τ απαυτό να το δούμε») 2. ο απαυτός ο πισινός, ο πρωκτός 3. τ απαυτά οι όρχεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ.ετυμολ. απατός*] … Dictionary of Greek
κατάπατα — επίρρ. εντελώς στον πυθμένα, στον πάτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πάτος (πρβλ. ά πατα, επίρρ. τού άπατος)] … Dictionary of Greek
άβυθος — η, ο χωρίς βυθό, άπατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απύθμενος — η, ο αυτός που έχει πολύ μεγάλο βάθος, άπατος: Ο απέραντος ωκεανός τούς είχε δεχτεί στα απύθμενα βάθη του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)